εθοδευτικός

εθοδευτικός
-ή, -ό (Α μεθοδευτικός, -ή, -όν) [μεθοδευτής]
νεοελλ.
αυτός που συντελεί στη μεθόδευση
αρχ.
αυτός που γίνεται με μέθοδο, συστηματικός.
επίρρ...
μεθοδευτικῶς (Α)
με τρόπο μεθοδευτικό, με μέθοδο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”